- μισθοδοτικός
- -ή, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθοδότη ή στη μισθοδοσία («μισθοδοτική κατάσταση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθοδοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μισθοδοσία: Μισθοδοτικός έλεγχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)